- μοιρολατρικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη μοιρολατρία και το μοιρολάτρη: Οι μοιρολατρικές του αντιλήψεις τον κάνουν να τα βλέπει όλα αρνητικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.